Βάσκοι

Βάσκοι
Λαός εγκατεστημένος στις δύο υπώρειες των δυτικών Πυρηναίων, με εθνικά και προπάντων γλωσσικά χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφέρει πολύ από τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Η γλώσσα, διαφορετική στη δομή της από τις γειτονικές (παρατηρούνται σε αυτήν πολυάριθμα φαινόμενα συγκόλλησης), προκαλεί –όπως κάθε γλωσσική νησίδα– αξιόλογο επιστημονικό ενδιαφέρον. Η προέλευση της βασκικής είναι ακόμα και σήμερα αντικείμενο μελέτης. Μια άποψη υποστηρίζει ότι η βασκική γλώσσα είναι συνέχεια της ιβηρικής και κατάλοιπο, μαζί με την τελευταία, του αρχαίου προ-ινδοευρωπαϊκού υποστρώματος, με συγγένεια τις καυκασιανές γλώσσες. Αρκετοί γλωσσολόγοι πάντως υποστηρίζουν ότι δεν έχει καμία σχέση με την ινδοευρωπαϊκή, λόγω της μορφολογικής της ιδιομορφίας. Από τα φυσικά χαρακτηριστικά των Β., εμφανέστερα είναι το σχήμα του κεφαλιού, που είναι πλατύ στους κροτάφους και λεπτό προς το πηγούνι (κεφάλι λαγού). Τα μάτια και τα μαλλιά είναι γενικά καστανά ή μαύρα. Πολύ σπάνιες είναι οι περιπτώσεις του ξανθού, που μπορεί κανείς να τις αποδώσει σε βόρειες φυλετικές εισβολές του Μεσαίωνα. Το ανάστημα είναι κατά μέσο όρο 1,67 μ., αλλά πιο χαμηλό στους Β. της Ισπανίας. Η προέλευση των Β. είναι αντικείμενο αμφισβητήσεων. Κατά την άποψη ορισμένων ανθρωπολόγων, οι Β. θα πρέπει να είναι οι απόγονοι ενός νεολιθικού πληθυσμού ασιατικής καταγωγής, που φτάνοντας στην Ευρώπη πιθανώς από τη Μικρά Ασία, αποίκισε την ήπειρο εδώ και 6 ή 7 χιλιετίες, για να υποταχθεί αργότερα στους Ινδοευρωπαίους. Οι παραδόσεις των Β. επιβεβαιώνουν την εθνική τους προέλευση. Ποικίλες είναι οι ενδείξεις που οδηγούν στην υπόθεση ότι η πατριαρχία έχει εισαχθεί αρκετά πρόσφατα και ότι η αρχαία οργάνωση της οικογένειας στηριζόταν σε μητριαρχική βάση. Η κατοικία είναι τυπική, λιθόκτιστη, στολισμένη με μικρά ξύλινα μπαλκόνια και δεν υπάρχει χωριό χωρίς τοίχο προορισμένο για το παραδοσιακό παιχνίδι της πελότας. Μαζί με τη γλώσσα διατηρούνται οι αρχαιότατοι χοροί, μεταξύ των οποίων ο μοντσίκο (monchco), που τον χορεύουν οι Β. της Γαλλίας με ενδυμασία στολισμένη με κορδέλες, και ο θορθίκο (zorzico), μια πολεμική παντομίμα, που εκτελούν οι Ισπανοί Β. κρατώντας ξίφη ή μπαστούνια. Αρκετά πλούσιες είναι και οι μουσικές παραδόσεις και συναντώνται συχνά κάποιες μορφές λαϊκού θεάτρου, όπως οι ιερές αναπαραστάσεις μεσαιωνικού τύπου και οι ποιητικοί αυτοσχεδιασμοί των συμποσίων. Τέλος, χαρακτηριστική είναι η τοπική ενδυμασία τους, στην οποία ξεχωρίζουν ο σκούφος των αντρών (boina) και η άσπρη μαντίλα (estalchi), με την οποία στολίζονται οι γυναίκες. Η πελότα, παραδοσιακό παιχνίδι των Βάσκων. Λαϊκός χορός των Βάσκων. Βάσκοι αστυνομικοί φρουρούν την είσοδο κτιρίου, όπου κρατούνται Βάσκοι αυτονομιστές της οργάνωσης ETA, με το πρόσωπό τους καλυμμένο για να μην αναγνωρίζονται από τους τρομοκράτες. Το Σεντ-Ετιέν-Μπαϊγκορό, χωριό των Βάσκων στη Γαλλία. Το λιμάνι της βασκικής κωμόπολης Οντάροα στην Ισπανία (Βισκάια).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Βάσκων, χώρα των- — (βασκ. Euskadi, ισπαν. Pais Vasco). Περιοχή των δυτικών Πυρηναίων, μοιρασμένη μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, που διαφέρει από τις άλλες για την εθνική ιδιορρυθμία του πληθυσμού της, ο οποίος στην απόλυτη πλειοψηφία του είναι Βάσκοι. Οι γαλλικές… …   Dictionary of Greek

  • ABASCI — Α᾿βασκοὶ Arriano, Sczthiae populi quorum Iustinianus in suis Novellis meminit, Abasgos appellans. Procop. Persicorum lib. 2. Christianos, et iamdudum Romanis amicos dicit fuisse …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεγαλοκεφαλία — Αύξηση των διαστάσεων του κεφαλιού πέρα από σύνηθες, εξαιτίας της ταυτόχρονης αύξησης του κρανίου και του εγκέφαλου. Η μ. είναι άλλοτε φυσιολογική και άλλοτε παθολογική. Διακρίνεται σε μεγαλοκεφαλία και γιγαντοκεφαλία. Για μ. διακρίνονται οι… …   Dictionary of Greek

  • φάλαινα — Θηλαστικά που απαρτίζουν την οικογένεια των φαλαινιδών, της τάξης των κητωδών. Είναι γνωστά διάφορα είδη, που ζουν κυρίως στις ψυχρές αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες. Έχουν χοντρό σχήμα, προπάντων στο μπροστινό τμήμα τους, εξαιτίας του… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπραντόρ — (Labrador). Χερσόνησος (1.620.000 τ. χλμ., περ. 20.000 κάτ.) στο βορειοανατολικό τμήμα του Καναδά, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας του Κεμπέκ και της Νέας Γης. Εκτείνεται ανάμεσα στον Ατλαντικό ωκεανό, στον πορθμό Χάντσον και… …   Dictionary of Greek

  • Ναβάρα — (Navarra). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ισπανίας. Τα σύνορά της αντιστοιχούν, σε γενικές γραμμές, με τα σύνορα της σημερινής ομώνυμης επαρχίας (10.391 τ. χλμ., 520.124 κάτ.) με πρωτεύουσα την Παμπλόνα. Το βόρειο τμήμα της είναι κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Πυρηναία — Ορεινή αλυσίδα, μήκους 450 χλμ., που χωρίζει την Ιβηρική Χερσόνησο από τη Γαλλία. Τα Π. εκτείνονται στη διεύθυνση των παραλλήλων από το ακρωτήριο Κρέους στη Μεσόγειο έως το Ακρωτήριο Ιγκέρ στον Βισκαϊκό κόλπο· το ένα τρίτο της επιφάνειάς τους… …   Dictionary of Greek

  • αυτονομιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός της αυτονόμησης μιας χώρας ή μιας περιοχής: Βάσκοι αυτονομιστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”